- ἐπιστρέφεις
- ἐπιστρέφωturn aboutpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… … Dictionary of Greek
όποτε* — (σύνδ. και επίρρ. χρον.) 1. όποια στιγμή, όταν («μού τά επιστρέφεις όποτε μπορέσεις») 2. οσάκις, κάθε φορά που, όσες φορές συμβαίνει να... («νά ρχεσαι όποτε θέλεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὁπότε, με αναβιβασμό τού τόνου κατά το ὅταν] … Dictionary of Greek